ввинчивать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ввинчивать - translation to Αγγλικά


ввинчивать      
ввинтить
v.
screw, screw in
ввинчивать      
screw down      

общая лексика

ввинчивать

завинчивать

Ορισμός

ввинчивать
несов. перех.
Вращая что-л., имеющее винтовую резьбу, вводить, вставлять внутрь чего-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ввинчивать
1. А вот добиться чести ввинчивать лампочки и менять трубы в самом Кремле архисложно.
2. Он отличается от обычного только креплением: его надо ввинчивать в одежду.
3. С другой стороны, не буду специально ввинчивать в сюжет названия непонятных забегаловок, чтобы прорекламировать.
4. - Но, будучи обеими руками "за" энергосбережение, РАО не имеет рычагов, побуждающих потребителя ввинчивать новые лампочки.
Μετάφραση του &#39ввинчивать&#39 σε Αγγλικά